Παχυσαρκία

Ορισμός – εκτίμηση της παχυσαρκίας

Η παχυσαρκία ολοένα και περισσότερο θεωρείται σήμερα ως μία χρόνια, υποτροπιάζουσα νόσος. Μπορεί να επηρεάσει την ποιότητα της ζωής του ατόμου και να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές που οδηγούν σε πρόωρο θάνατο.

Σαν αξιόπιστος δείκτης της παχυσαρκίας  χρησιμοποιείται ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) ή Body Mass Index (ΒΜΙ). Ο ΔΜΣ ή ΒΜΙ υπολογίζεται από τη σχέση του σωματικού βάρους προς το τετράγωνο του ύψους (kg/m2) του ατόμου και είναι ο πλέον διαδεδομένος δείκτης για τον προσδιορισμό του βαθμού της παχυσαρ­κίας. Εξάλλου έχει διαπιστωθεί ότι η νοσηρότητα και η θνητότητα που συνοδεύουν τη παχυσαρκία μπορεί να προβλεφθούν με βάση τη τι­μή του ΔΜΖ.

Οι οργανισμοί World Health Organization (WHO) το 1997 και National Institutes of Health (NIH) το 1998, υιοθέτησαν το ΔΜΖ για την εκτίμηση της παχυσαρκίας.

Κατηγορίες σωματικού βάρους

όπως καθορίζονται από το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΖ) ή Body Mass Index (ΒΜΙ)

Κατηγορία                                                    (ΒΜΙ) = (σωματικό βάρος/ύψος2)

Ελλιποβαρής                                                                   <18,5

Φυσιολογικού βάρους                                                    18,5-24,9

Υπέρβαρος                                                                       25-29,9

Μετρίως παχύσαρκος κατηγορία I (Class I)                     30-34,9

Σοβαρά παχύσαρκος κατηγορία II (Class II)                     35-39,9

Νοσογόνα παχύσαρκος κατηγορία III (Class III)                ≥40

Υπερπαχύσαρκοι ή super παχύσαρκοι                              ≥50

 

Ο κίνδυνος της συνοδού νοσηρότητας και θνητότητας που σχετίζεται με αυτές τις κατηγορίες είναι αυξημένος για τους υπέρβαρους, υψηλός για τη κατηγορία Class I, πολύ υψηλός για τη κατηγορία Class II και εξαιρετικά υψηλός για τη κατηγορία Class III.

Η συμφωνία κατά το NIH Consensus Development Panel όπου συμμετείχαν ιατροί πολλών ειδικοτήτων καθώς και χειρουργοί υπέδειξε τον όρο “σοβαρή νοσογόνο παχυσαρκία” σε  συμπλήρωση του όρου “νοσογόνος παχυσαρκία”, για να περιγράψει τους ασθενείς με τον υψηλότερο κίνδυνο νοσηρότητας και θνητότητας.

Κίνδυνοι συνδεόμενοι με την παχυσαρκία

Μακροπρόθεσμα, η παχυσαρκία συνεπάγεται έναν αριθμό ψυχολογικών και ιατρικών κινδύνων.

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις προέρχονται από τη στάση του ατόμου και του κοινωνικού συνόλου απέναντι στο πρόβλημα της παχυσαρκίας. Η παχυσαρκία θεωρείται νόσος, “αμαρτία” ή απλά ασχήμια με αποτέλεσμα οι σοβαρά παχύσαρκοι να εμφανίζουν άγχος, κατάθλιψη, εχθρικότητα, ενοχή και σωματικές αιτιάσεις.

Τα ιατρικά προβλήματα είναι σημαντικά. Η παχυσαρκία στις ΗΠΑ είναι η δεύτερη δυνητικά προληφθείσα αιτία θανάτου, μετά το κάπνισμα και ευθύνεται για 300.000 θανάτους ετησίως. Η σοβαρή παχυσαρκία συνδέεται με αυξημένη επίπτωση καρδιαγγειακής νόσου, υπέρτασης, μη ινσουλινοεξαρτώμενου σακχαρώδους διαβήτη (NIDDM), αναπνευστικών προβλημάτων και χολολιθίασης.

Η καρδιαγγειακή νόσος ενέχει το μεγαλύτερο κίνδυνο στους παχύσαρκους. Αρκετές μελέτες επίσης δείχνουν αυξημένη θνησιμότητα λόγω κίρρωσης του ήπατος. Στους παχύσαρκους άνδρες αναφέρεται αυξημένη θνητότητα από καρκίνο του παχέος εντέρου και καρκίνο του προστάτη. Οι παχύσαρκες γυναίκες εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού, του ενδομητρίου και του τραχήλου της μήτρας.  Εκτός από τις πιο σοβαρές επιπλοκές, οι παχύσαρκοι εμφανίζουν, σε αυξημένη συχνότητα, ουρική αρθρίτιδα, οστεοαρθρίτιδα και κιρσούς κάτω άκρων.

Το μεταβολικό σύνδρομο Χ

Ένα σύνολο καταστάσεων που συνδέονται με τη κεντρική ή ανδροειδή παχυσαρκία συνιστούν το μεταβολικό σύνδρομο, ή σύνδρομο Χ ή το μεταβολικό σύνδρομο αντοχής στην ινσουλίνη.  Αρχικά το σύνδρομο αποτελούσαν η παχυσαρκία, η αντοχή στην ινσουλίνη, η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία (κυρίως η υπερτριγλυκεριδαιμία και η χαμηλή HDL χοληστερόλη) αλλά στη συνέχεια περιέλαβε την υπερουριχαιμία (ουρική αρθρίτις) και τη θρομβογένεση (αυξημένα επίπεδα ινωδογόνου, αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου 1 και μειωμένη ινωδόλυση).

Το φαινόμενο της αντοχής στην ινσουλίνη ή της παθολογικής ανοχής στη γλυκόζη, θεωρούνται υποχρεωτικές πρόδρομες διαταραχές του μη ινσουλινοεξαρτώμενου σακχαρώδους διαβήτου τύπου 2 και είναι κοινές στις περισσότερες καταστάσεις της “μεταβολικής παχυσαρκίας”. Η αντοχή στην ινσουλίνη, η οποία συνίσταται στη μειωμένη ευαισθησία των ιστών όπως το ήπαρ, οι μύες και ο λιπώδης ιστός στη δράση της ινσουλίνης εξελίσσεται από το στάδιο της υπεργλυκαιμίας με τη φόρτιση γλυκόζης, στην υπεργλυκαιμία της νηστείας και την υπερινσουλιναιμία και τέλος στην εκδήλωση σακχαρώδους διαβήτου τύπου 2.

Θεραπεία της παχυσαρκίας

Ο στόχος της απώλειας βάρους είναι η βελτίωση της υγείας του παχύσαρκου ασθενούς και η μείωση του κινδύνου ανάπτυξης επιπλοκών σχετιζόμενων με τη παχυσαρκία.

Η επιτυχία της θεραπείας έγκειται στη επίτευξη ενός αρνητικού ενεργειακού ισοζυγίου, είτε ελαττώνοντας την πρόσληψη, είτε αυξάνοντας την κατανάλωση θερμίδων ή συχνότερα με συνδυασμό αμφοτέρων, έτσι ώστε οι ενδογενείς αποθήκες του σωματικού λίπους να χρησιμοποιούνται ως ενεργειακό μέσο. Περίπου το 75-85% του βάρους που χάνεται με τη δίαιτα αφορά το λίπος, ενώ το 15-25% αφορά τις άλλες μορφές ενέργειας.  Η θεραπευτική αντιμετώπιση αναφέρεται στην συντηρητική θεραπεία και επί αποτυχίας αυτής στην χειρουργική θεραπεία

trigwno
Θεραπεία της παχυσαρκίας

Χειρουργική θεραπεία της παχυσαρκίας

Η χειρουργική θεραπεία έχει σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του μεταβολικού συνδρόμου και ειδικά της νοσογόνου παχυσαρκίας.

Οι ενδείξεις της χειρουργικής αντιμετώπισης της σοβαρά νοσογόνου παχυσαρκίας, αφορούν ασθενείς με δείκτη μάζας σώματος (ΒΜΙ) > 40 ή ΒΜΙ > 35 και συνύπαρξη σοβαρών συνοδών νόσων, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση, τα καρ­διοαναπνευστικά προβλήματα, το σύνδρομο άπνοιας στον ύπνο, η βαριά αρθρίτιδα και η υπερλιπιδαιμία. Επιπλέον κριτήρια επιλογής αποτελούν η διάρκεια της νόσου > 5 έτη, η αποτυχία των συντηρητικών μεθόδων, η απουσία ενδοκρινολογικών νοσημάτων, σοβαρής ψυχικής νόσου, σοβαρών παθήσεων από το πεπτικό σύστημα ή ηπατικής κίρρωσης και ο αποκλεισμός ασθενών με κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών.

Οι χειρουργικές επεμβάσεις διακρίνονται σε περιοριστικές (μείωση της πρόσληψης θερμίδων), δυσαπορροφητικές (μείωση της απορρόφησης των προσλαμβανομέ­νων θερμίδων) και μεικτές επεμβάσεις. Οι πιο συχνά διενεργούμενες επεμβάσεις είναι η γαστρική παράκαμψη, η επιμήκης γαστρεκτομή, ο ρυθμιζόμενος γαστρικός δακτύλιος και η χολοπαγκρεατική παράκαμψη.

Τα κριτήρια αξιολόγησης των επεμβάσεων είναι η αποτελεσματικότητα, η ασφάλεια και η ελαχιστοποίηση των επιπλοκών. Η χειρουργική θεραπεία θεωρείται επιτυ­χής όταν η απώλεια βάρους είναι > 50% του υπερβάλλοντος βάρους. Η απώλεια βάρους μεταξύ άλλων βελτιώνει τον γλυκαιμικό έλεγχο, τη δυσλιπιδαιμία, την αρτηριακή υπέρταση, τη στεφανιαία νόσο, το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών και τη μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος.

gastr1 gastr2
Ρυθμιζόμενος γαστρικός δακτύλιος

tomi1 tomi2
Επιμήκης γαστρεκτομή