Καρκίνος του Μαστού

Καρκίνος του Μαστού

Σε ποια ηλικία εμφανίζεται ο καρκίνος του μαστού;

Ο καρκίνος του μαστού είναι σπάνιος στις νεαρής ηλικίας γυναίκες. Η συχνότητα αυξάνει μετά τα 40 και ο ρυθμός αύξησης γίνεται ακόμα εντονότερος μετά την ηλικία των 50 ετών (μετά την εμμηνόπαυση). Έτσι, όσο μεγαλώνει μία γυναίκα, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να εμφανίσει καρκίνο του μαστού. Από την ηλικία των 80 και άνω, η αυξητική τάση διακόπτεται και παραμένει σταθερά, σε υψηλό επίπεδο.

Πόσο συχνός είναι ο κληρονομικός καρκίνος του μαστού;

Περίπου το 5% των καρκίνων έχουν ως αιτία τους γονιδιακές βλάβες που κληρονομούνται από τους γονείς στα παιδιά.

Υπάρχουν σήμερα γνωστές μεταλλάξεις γονιδίων καρκίνου του μαστού. Είναι γνωστό ότι οι μεταλλάξεις στα γονίδια BRCA1, BRCA2 και TP53 μπορούν να έχουν μεταδοθεί από τους γονείς στα παιδιά. Οι φορείς τέτοιων μεταλλάξεων είναι πολύ πιθανό να αναπτύξουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους καρκίνο του μαστού. Δεν είναι όμως αυτά τα μόνα ένοχα γονίδια γι’ αυτή τη νόσο. Νέα γονίδια που εμπλέκονται στην καρκινογένεση εξακολουθούν να εντοπίζονται. Είναι εφικτό να ανιχνεύσουμε αν μία υγιής γυναίκα είναι φορέας μεταλλάξεων στα γονίδια BRCA1 και BRCA2, γνωρίζοντας τον εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο που έχει να εμφανίσει καρκίνο του μαστού. Οι εξετάσεις αυτές έχουν νόημα να γίνονται μόνο σε γυναίκες με επιβαρυμένο ιστορικό στις οποίες η πιθανότητα να υφίσταται κληρονομική προδιάθεση είναι πολύ μεγάλη.

Ποιοί είναι οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου του μαστού;

Οι σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου είναι: η διάγνωση καρκίνου του μαστού τα προηγούμενα χρόνια (οποιουδήποτε τύπου), η άτυπη υπερπλασία βλάβης στο μαστό που διαπιστώθηκε με βιοψία, η ακτινοθεραπεία στην περιοχή του θώρακα σε νεαρή ηλικία, το επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό (ύπαρξη συγγενών πρώτου ή δευτέρου βαθμού με καρκίνο του μαστού ή των ωοθηκών), η αύξηση της χρονικής διάρκειας της αναπαραγωγικής ηλικίας της γυναίκας (όταν η έναρξη της έμμηνης ρύσης γίνεται νωρίς και η εμμηνόπαυση έρχεται αργά, σε μεγάλη σχετικά ηλικία), η ατεκνία ή η γένεση του πρώτου παιδιού σε ηλικία μεγαλύτερη των 35 ετών, η χρήση θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης (για αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης), η κατάχρηση οινοπνευματωδών ποτών και η παχυσαρκία.

Η απόκτηση πολλών παιδιών, ο μακροχρόνιος θηλασμός, η υγιεινή ζωή (αποφυγή της παχυσαρκίας και της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών και η γυμναστική) από την άλλη, φαίνεται να παρέχουν προστασία απέναντι στη νόσο.

Ποιοί  είναι οι τύποι του καρκίνου του μαστού ;

Ο πιο συνηθισμένος τύπος είναι αυτός που χαρακτηρίζεται με τον όρο: πορογενές διηθητικό καρκίνωμα. Ακολουθεί σε συχνότητα το λοβιακό διηθητικό καρκίνωμα. Μικρό ποσοστό επί του συνόλου αποτελούν οι ειδικού τύπου καρκίνοι.

Μία ειδική κατηγορία καρκίνων, είναι οι μη διηθητικοί καρκίνοι ή καρκίνοι in situ. Πρόκειται για καρκίνους που δεν μπορούν να δώσουν μεταστάσεις. Αυτό το είδος έχει αυξηθεί σε συχνότητα εμφάνισης, εξαιτίας των προληπτικών ελέγχων με μαστογραφία.

Σε ότι αφορά στην πρόγνωση, οι ειδικοί καρκίνοι έχουν καλύτερη πρόγνωση από τον πορογενή καρκίνο μη ειδικού τύπου. Ωστόσο, ο βαθμός κακοήθειας, η ύπαρξη ή όχι ορμονικών υποδοχέων και υποδοχέων HER-2/neu, το μέγεθος του όγκου, η ύπαρξη λεμφαγγειακής διήθησης και η ύπαρξη λεμφαδενικών ή απομακρυσμένων μεταστάσεων, δίνουν πληροφορίες για το κατά πόσο ένας όγκος έχει καλή ή κακή πρόγνωση.

Οι λεγόμενοι τριπλά αρνητικοί όγκοι (δηλαδή με αρνητικούς τους δύο ορμονικούς οιστρογονικούς και προγεστερονικούς υποδοχείς καθώς και τους υποδοχείς HER-2/neu) φαίνεται να είναι πιο επιθετικοί.

Σε ποιες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η αφαίρεση ολόκληρου του μαστού (μαστεκτομή);
Η μαστεκτομή ενδείκνυται όπου δεν είναι δυνατή η εγχείρηση διατήρηση του στήθους, όταν δηλαδή ο όγκος είναι μεγάλος και η ασθενής δεν μπορεί να υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία (αν η ασθενής έχει παλαιότερα ακτινοβοληθεί στην περιοχή ή πάσχει από νόσο του κολλαγόνου).

Επίσης σε περιπτώσεις όπου στον μαστό υπάρχουν περισσότερες από μία εστίες καρκίνου (πολυκεντρικός ή πολυεστιακός καρκίνος) ή όταν μετά από συντηρητική εκτομή δεν έχει γίνει κατορθωτό να εξασφαλιστούν υγιή όρια εκτομής.

Η μαστεκτομή μπορεί να αποτελεί τη συνιστώμενη χειρουργική θεραπεία σε καρκίνους που εμφανίζονται τις αρχές της εγκυμοσύνης. Αν ο καρκίνος διαγνωστεί προς το τέλος της εγκυμοσύνης, μπορεί να γίνει επέμβαση διατήρησης του στήθους και η ακτινοθεραπεία να χορηγηθεί μετά τον τοκετό.

mastos1Βιοψία με συρμάτινο οδηγό

mastos2Μαστεκτομή και σύστοιχος λεμφαδενικός καθαρισμός

 

Πότε αφαιρούνται οι λεμφαδένες της μασχάλης; Ποια είναι η τεχνική της βιοψίας του φρουρού λεμφαδένα;

Οι λεμφαδένες αφαιρούνται, όταν το καρκίνωμα είναι διηθητικό. Στα μη διηθητικά καρκινώματα (τα in situ) δεν χρειάζεται να γίνει επέμβαση στους λεμφαδένες, εκτός και αν πρόκειται για μεγάλου μεγέθους όγκους (όπου η πιθανότητα εντός αυτών να έχει δημιουργηθεί εστία διηθητικού καρκίνου είναι αυξημένη). Το πόσο εκτεταμένη θα είναι η επέμβαση για την αφαίρεση λεμφαδένων, εξαρτάται από το μέγεθος του όγκου και την ύπαρξη κλινικά ψηλαφητών λεμφαδένων.

Στις περισσότερες περιπτώσεις μικρών όγκων χωρίς διόγκωση των λεμφαδένων, χρησιμοποιείται η τεχνική της βιοψίας του φρουρού λεμφαδένα. Με αυτή τη μέθοδο ανιχνεύεται και αφαιρείται μόνο ο λεμφαδένας που δέχεται πρώτος τη λεμφική απορροή από τη περιοχή του όγκου και έχει τη μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι προσβεβλημένος. Αν ο φρουρός λεμφαδένας δεν είναι διηθημένος, τότε η αφαίρεση και άλλων λεμφαδένων είναι περιττή. Αν όμως είναι θετική η βιοψία του φρουρού λεμφαδένα, τότε η κένωση της μασχάλης με την αφαίρεση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού λεμφαδένων είναι απαραίτητη.

mastos3Επίπεδα λεμφαδενικού καθαρισμού μασχάλης

Πού εμφανίζονται συνήθως μεταστάσεις; 

Τα οστά είναι η πιο συχνή θέση όπου αναπτύσσονται μεταστάσεις από τον καρκίνο του μαστού. Από τα άλλα όργανα, η νόσος δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση για εξάπλωση στο ήπαρ, στους πνεύμονες και στον εγκέφαλο.

 

 

Σε ποιες περιπτώσεις γίνεται ακτινοθεραπεία και σε ποιες χημειοθεραπεία; 

Η ακτινοθεραπεία χορηγείται βασικά για να μειωθεί η πιθανότητα τοπικής υποτροπής. Πρόσφατες μελέτες, όμως, έδειξαν ότι έχει και γενικότερη ευνοϊκή επίδραση στην επιβίωση.
Η χορήγηση της ακτινοθεραπείας είναι υποχρεωτική σε επεμβάσεις που διατηρούν το μαστό (ευρείες εκτομές), άσχετα από το είδος του καρκίνου (διηθητικού ή μη διηθητικού). Μετά από μαστεκτομή, η ακτινοθεραπεία είναι απαραίτητη, αν υπάρχει εκτεταμένη νόσος (με μεταστάσεις σε πολλούς λεμφαδένες) ή το μέγεθος του όγκου είναι μεγάλο και όταν ο όγκος έχει διηθήσει στοιχεία του θωρακικού τοιχώματος (π.χ. μύες).

Η χημειοθεραπεία είναι συστηματική θεραπεία και στοχεύει στην εξολόθρευση της γενικευμένης διασποράς της νόσου, δηλαδή στην καταστροφή των μεταστατικών εστιών, είτε αυτές έχουν διαπιστωθεί, είτε είναι ακόμα μη ανιχνεύσιμες. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η χημειοθεραπεία χορηγείται μετά την χειρουργική επέμβαση ακόμη και χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις ότι ο όγκος έχει δώσει μεταστάσεις. Αυτού του είδους η χημειοθεραπεία ονομάζεται επικουρική.
Κάθε πότε πρέπει να κάνει μια γυναίκα μαστογραφία για προληπτικό έλεγχο;

Οι γυναίκες αρχίζουν τον προληπτικό έλεγχο από την ηλικία των 40 ετών και ο έλεγχος περιλαμβάνει κλινική εξέταση από γιατρό και ετήσια ψηφιακή μαστογραφία. Θέση έχει και ο συμπληρωματικός έλεγχος με υπερηχογράφημα. Η εκτίμηση του γιατρού καθώς και το οικογενειακό και ατομικό ιστορικό της γυναίκας είναι παράγοντες που θα καθορίσουν αν ο μαστογραφικός έλεγχος πρέπει να γίνεται κάθε ένα ή κάθε δύο χρόνια. Σε γυναίκες μεγάλης ηλικίας (>70 ετών) προτείνεται ο ανά διετία μαστογραφικός έλεγχος. Σε ηλικίες μικρότερες των 40 μπορεί να γίνεται υπερηχογράφημα μαστών.
Ποια συμπτώματα πρέπει να οδηγήσουν μια γυναίκα στο γιατρό χωρίς καμία καθυστέρηση;

Η ψηλάφηση μίας μάζας (όγκου) που δεν υπήρχε προηγουμένως, το τράβηγμα της θηλής ή του δέρματος προς τα μέσα, η εκροή αιματηρού ή ορώδες υγρού από τη θηλή, η ανάπτυξη έλκους (εκζέματος) στη θηλή που δεν υποχωρεί, η ανάπτυξη φλεγμονής, ερυθρότητας και πρηξίματος σε μία μικρή ή μεγάλη περιοχή του μαστού, ένας εντοπισμένος πόνος μέσα στο μαστό και η ψηλάφηση ή αίσθηση μιας διόγκωσης (μάζας) στη μασχάλη, αποτελούν συμπτώματα που, αν και δεν είναι αποκλειστικά γνωρίσματα ύπαρξης καρκίνου, πρέπει να οδηγήσουν τη γυναίκα στον γιατρό.